- παραβόσκω
- παραβόσκω,A maintain besides, Ephipp.8.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβόσκω — Α βόσκω, τρέφω κάποιον κοντά σε κάτι ή τρέφω επί πλέον … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
παραβόσκημα — τὸ, Μ [παραβόσκω] (για φωτιά) παρανάλωμα … Dictionary of Greek